|
το хим. этилен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этилен? — εθυλέννον как с (ново)греческого переводится слово εθυλέννον? — этилен — γγιάω — ολοκληρώσιμος — σακχαροδιαβήτης — προδρομικός — συμφεροντολογία — τεράστιος — αυτόχειρας — συχνάκις — αρζαντάν — γουρουνομύτα — οπλίτης — βαριαρρωστω — σταχωμένος — αθιγγανικός — αλλάς — εξουδετέρωση — ακόπιαστα — κατάχλομος — μυστικοπαθής — πραξικοπηματικά — παρηγορίητής |
|||