εθυλέννον

формы словаβ
εθυλέννον
το хим. этилен



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово этилен? — εθυλέννον
как с (ново)греческого переводится слово εθυλέννον? — этилен


γγιάωολοκληρώσιμοςσακχαροδιαβήτηςπροδρομικόςσυμφεροντολογίατεράστιοςαυτόχειραςσυχνάκιςαρζαντάνγουρουνομύταοπλίτηςβαριαρρωστωσταχωμένοςαθιγγανικόςαλλάςεξουδετέρωσηακόπιαστακατάχλομοςμυστικοπαθήςπραξικοπηματικάπαρηγορίητής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit