Новогреческий словарь
καλαμποκάλευρο
καλαμποκάλευρο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλαμποκάλευρο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
περιτομή
—
χρηματαποστολή
—
αποζημιώνομαι
—
πληγούρι
—
ελαιουργείο
—
ξεχόλιασμα
—
άπρεπος
—
ουρά
—
δικαιοφανής
—
βόλισμα
—
ρούβλιο
—
βαλμένος
—
αδιπλάρωτος
—
τεσσαρακονταετηρίδα
—
αυτοδιάλυση
—
δωρητής
—
δωροδότης
—
ακάμωτος
—
φαγούδικος
—
αστικός
—
μαρκάρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве