|
вклиниваться; παρενεβλήθησαν από τότε πολλά γεγονότα — с тех пор произошло много событий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — παρεμβάλλομαι как с (ново)греческого переводится слово παρεμβάλλομαι? — вклиниваться — παραμιλώ — πάχος — περβέρι — υλοτόμιο — ανεπηρέαστος — αιώρημα — παχυσαρκία — έγγιστος — αμνησικακία — δίπλα — φιλάργυρος — ψηλός — φιλεύω — ακλησίαστος — θηριόμορφος — αεροκοπανίζω — καναρινί — παλιρροιόμετρο — αστραπόβροντο — ρουμελιώτικα — αντισημιτικός |
|||