αψήλου

формы словаβ
αψήλου
:
          τ' αψήλου — высоко;
          πέταξε τ'άψήλου ~ — [phrase]он залетел высоко[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αψήλου? —


ειρημένοςξεποδαριάζωανετάθηννευρείληματζαμτζήςσιτοδείαμουστοκούλουροαναρριχτόςταλκτετραξωνικόςεπανίδρυσιςσουραύλιστροβιλιστικόςευρύστερνοςμαλακιστήριαποστερητικόςαποστέκομαιχωματίζωτυποκρατίαυπανδρεύωτουρκέτης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit