|
: τ' αψήλου — высоко; πέταξε τ'άψήλου ~ — [phrase]он залетел высоко[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αψήλου? — — ειρημένος — ξεποδαριάζω — ανετάθην — νευρείλημα — τζαμτζής — σιτοδεία — μουστοκούλουρο — αναρριχτός — ταλκ — τετραξωνικός — επανίδρυσις — σουραύλι — στροβιλιστικός — ευρύστερνος — μαλακιστήρι — αποστερητικός — αποστέκομαι — χωματίζω — τυποκρατία — υπανδρεύω — τουρκέτης |
|||