|
противовоздушный; зенитный; ~ή άμυνα — противовоздушная оборона; ~ό πυροβόλο — зенитное орудие; ~ό πυροβολικό — зенитная артиллерия; ~ό πολυβόλο — зенитный пулемёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противовоздушный? — αντιαεροπορικός как на (ново)греческом будет слово зенитный? — αντιαεροπορικός как с (ново)греческого переводится слово αντιαεροπορικός? — противовоздушный, зенитный — αφηνιάζω — μουσταρδόσουπα — φιλοδωρία — φιλοφροσύνη — μπόσικα — διορισμένος — τριάρι — ματαιόσχολος — ποδόπληκτρο — αμαξάδικος — σχοινοβατικός — μετόχι — φυσούνα — προφύσιον — βίωμα — ευήλιος — διγενής — πένομαι — ωτοπλασία — συρματουργείο — αυτόνομα |
|||