|
сажать (на что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сажать? — επικαθίζω как с (ново)греческого переводится слово επικαθίζω? — сажать — αγύψωτος — ατσαλώνω — παιδομετρία — αντιαισθητικά — ξίκικος — τσαλάκα — δυσκολοπρόφερτος — βιδολόγι — ανακτώ — στρεβλή — ατζαμωσύνη — μονομεριάτικος — κογγρέσσο — εξανθρακώνω — γαλλοφιλία — ραβδιστής — σκάγι — αξιοθέατος — ερυσιβούμαι — ηλεκτρολογικός — λαγωνίκα |
|||