|
ο шарик (для детской игры, чаще глиняный или каменный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шарик? — βόλος как с (ново)греческого переводится слово βόλος? — шарик — επίπλαση — μονοτονία — αμόργη — λαοσύναξη — πλατυ- — αμαγάριστος — ακριοπόθητος — γυμνητεία — οφιοφάγος — λιμενεύω — απαλλαγέντας — δυσάλωτος — φαρδής — εορταστικός — αρβυλάς — υπεραγωγός — συγκαταβατικότητα — μπεζές — δίδραχμο — αιθερόδρομα — καφτάνι |
|||