|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινοπνευματόμετρον? — — απόγειος — υποθρεψίο — δυσαρέσκεια — πολωνός — τετανικός — γαυρωμένος — σπορευτής — γιρούσι — δηλωθείς — κομματισμός — σεράγιον — γυμνόφυλλος — πτυαλίνη — μεταβλητότητα — εκχιονισμός — γνωσιολογία — ακάτεχος — μαρνέρος — αδελφικότης — προμηνύω — δεκαετής |
|||