|
(αόρ. ανέρρηξα, παθ. αόρ. ανερράγην) разбивать, раскалывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разбивать? — αναρρηγνύω как на (ново)греческом будет слово раскалывать? — αναρρηγνύω как с (ново)греческого переводится слово αναρρηγνύω? — разбивать, раскалывать — πυορροώ — εξασφάλιση — στροφείο — επιφύομαι — ευζωία — αποπίσω — προκείμενος — φάκα — ρυπαντικά — ηδονολάτρισσα — βοϊδομάτης — αβροχιά — δυστυχώς — πνευστίαση — διορατικότητα — Γάλλος — συνομήλικος — κρεοφαγώ — απράντο — μεστωμένος — ελάχιστο |
|||