|
асфальтировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово асфальтировать? — άσφαλτωνω как с (ново)греческого переводится слово άσφαλτωνω? — асфальтировать — αισθηματολογία — χιλιογραμμόμετρο — απαιτητικός — αστακοουρά — προπερισπάω — ενυπάρχω — φάνηκα — βολάζω — ξεσκουντώ — μεμυημένος — μπέης — χαροπάλεμα — μεταφράστρια — λιγομάρα — καμινέτο — παρακρούω — χρωματογραφώ — εύγραμμος — φιλοδωρία — λαντουριστήρι — μεγαμπέρ |
|||