|
το коллодий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллодий? — κολλόδιο как с (ново)греческого переводится слово κολλόδιο? — коллодий — σμεουρδιά — οινολογικώς — καταποδιαστός — αρσενικίαση — ήτοι — ασύγκρουστος — βαμβακούλα — ίδιον — άτεχνος — υπερφίαλος — κηροπλαστικός — μερίς — ψαλμωδία — ιθύφαλλος — πείσιος — οδονομία — άνασωση — διανάκτης — μουζεβίρισσας — καπνοσωλήν — πουρνάρι |
|||