|
мед. потогонный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потогонный? — διαπνοϊκός как с (ново)греческого переводится слово διαπνοϊκός? — потогонный — σερβάντα — μαστιχόρρακο — χονδρεμπόριο — καρροποιείο — πιπερώνω — αεριομηχανή — γκρεμότοπος — ξηράνθεμον — γναθοχειρουργική — οίδημα — ποδηλατίστρια — φανφαρόνος — ερυθροβαφής — επαργίλλωση — τηγανιστός — βούρδουλας — νυφούλα — χαλκωματένιος — δίδω — εκνεύριση — χύμα |
|||