|
(-ίδος) η 1) прогон (моста); 2) мор. бимс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прогон? — επιζυγίδα как на (ново)греческом будет слово бимс? — επιζυγίδα как с (ново)греческого переводится слово επιζυγίδα? — прогон, бимс — ακουμπιστήρι — μυλοστέρνα — παρακούω — αναμάσηση — ευωδιά — επιτολή — αδελφομίκτης — αδέρφωμα — ψαροφάγος — αστήριχτος — λαθροϋλοτόμος — ανθοβολώ — σπλάχνο — σταθήτε — περιφερής — νομοθέτηση — γυαλί — αναλυτικότερα — αναρρίχηση — δροσιστικά — αναγνωσιμότητα |
|||