|
толкаться; тесниться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толкаться? — συνωθούμαι как на (ново)греческом будет слово тесниться? — συνωθούμαι как с (ново)греческого переводится слово συνωθούμαι? — толкаться, тесниться — εκραζίτιδα — χωριάτισσα — ηλιοστάτης — ταλαντευόμενος — επιδρομικός — αδιαμαρτύρητα — απολεπτύνω — καραβοστάσι — κατατρεγμός — ανθρωπιστικός — αναλογισμός — αυνανισμός — αλογόμυλος — συνδαύλισμα — σπουδοστής — άρριφτος — γουνίτσα — μεσονυχτίς — ανδροκοίτης — παλιόσπιτο — σχηματικότητα |
|||