Новогреческий словарь
χείλωμα
χείλωμα
το 1)
край
(сосуда, углубления и т. п.);
2)
багет
(лепной)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
край
? —
χείλωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
багет
? —
χείλωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
χείλωμα
? — край, багет
#
(ново)греческий словарь
—
κατάτριψη
—
υποφαινόμενος
—
αζωτισμός
—
θερμοχωρητικότης
—
παλάμη
—
κλινοθεραπεία
—
γνωμάτευμα
—
μετενσάρκωση
—
αυταπάτη
—
απροφύλαχτος
—
δολοφονία
—
αντιπρόποσις
—
αρτιμέλεια
—
δηνάριο
—
παιδιατρική
—
έπιπλο
—
αψηλωσιά
—
λυκάνθρωπος
—
συμπυροβολισμός
—
αυγούλα
—
ξεραγκιάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве