|
грохочущий, рокочущий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грохочущий? — βροντοβόλος как на (ново)греческом будет слово рокочущий? — βροντοβόλος как с (ново)греческого переводится слово βροντοβόλος? — грохочущий, рокочущий — αντί — γαστρονόμος — αναδρομικός — μαστιγώνω — δεκστετραπλάσιος — ανεμοστρόβιλος — ολοχρονής — κληρώνομαι — ονομαστικώς — καλότυχος — ουρανομήκης — αργυροΰφαντος — χρωμογράφος — λαθύρι — χαλυβδώνω — ασυνάρτητο — ναυτοδικείο — περισπασμός — ηλεκτραρνητικός — αποθηλάζω — εναντιολογία |
|||