Новогреческий словарь
αποπίσο
αποπίσο
сзади, позади
;
~ από — за, позади чего-л.
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сзади
? —
αποπίσο
как на
(ново)греческом
будет слово
позади
? —
αποπίσο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποπίσο
? — сзади, позади
#
(ново)греческий словарь
—
βρώμισμα
—
αναμπαίζω
—
βατραχάνθρωπος
—
οροπληροφορικός
—
κατάχαμα
—
εφίστιος
—
μουλαρώνω
—
σπειραματονεφρίτιδα
—
αλληλέγγυο
—
αιθερομανία
—
ξυλοφάγος
—
μέσοφρυς
—
ανθρωπολατρία
—
αρμονικά
—
βραστερός
—
μαλλισρισμός
—
ανοικτο-
—
ανάστημα
—
ασκίαστος
—
σχετικά
—
ανύσταγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,