|
сзади, позади; ~ από — за, позади чего-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сзади? — αποπίσο как на (ново)греческом будет слово позади? — αποπίσο как с (ново)греческого переводится слово αποπίσο? — сзади, позади — γοβίτσα — οργανοπαίχτης — μερλίνο — φαλάκρας — χιλιετής — προσευχητήριο — ομοφυλοφιλία — ανάριθμος — αχανές — αλογόμυλος — ακανθυλλίδα — υπερβατός — δικός — στάχωση — ψωροπερήφανος — παντοφλάδικο — τοσούτσικος — Μεξικάνος — νεράκι — καλλιεργητής — φανελλοποιός |
|||