|
(-ήρος) ο подойник, доильник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подойник? — αμελκτήρας как на (ново)греческом будет слово доильник? — αμελκτήρας как с (ново)греческого переводится слово αμελκτήρας? — подойник, доильник — εξοίδημα — μοναχός — ζωοταριχεία — ωφελιμισμός — πνευμονοκονίαση — ελικτός — πάρολκος — διυλιστήριος — λεμονόστυμμα — ξεβαβουλίζω — εξάποδα — πάχτωμα — χειμωνανθός — κοντύτερος — δεινός — ελασματοποίηση — αναχρονιστικώς — κρεμανταλού — μαΐστρα — πεντάρι — τουφεκώ |
|||