Новогреческий словарь
ενδεκάζω
ενδεκάζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδεκάζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γεννητικότητα
—
επιθέτω
—
ελατόπισσα
—
κροκάλη
—
δυναμόμετρο
—
αναιρέτης
—
άσεβος
—
μονοσύλλαβος
—
προσαρμοσμένος
—
διαπλατύνω
—
συμπεφυρμένος
—
τσιτάκι
—
στραβοκάνης
—
αποφύλλισμός
—
φτειαστικά
—
πινακίδιο
—
τζιριτζάντζουλα
—
ακαινοτόμητος
—
δικάταρτο
—
ριζώνω
—
ασφαλτοφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве