|
1) солоноватый; 2) сладко-солёный ( о пище) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солоноватый? — γλιφός как на (ново)греческом будет слово сладко-солёный? — γλιφός как с (ново)греческого переводится слово γλιφός? — солоноватый, сладко-солёный — βαθιοκόκκινος — καψικόν — ονοματολόγιο — πεταλώνω — δόκιμα — κόλπωση — απειροπλασίως — τραγάνισμα — θαρραλεότητα — εκτροχιάζομαι — εικονιστικός — αυτόθερμος — γραφειακός — ισραηλινός — γινάτι — διυλισμός — μαλακτικό — ξέσκασμα — ταλαντούχος — αργυρόχρους — επιδεινώνω |
|||