Новогреческий словарь
εκτιμητής
εκτιμητ|ής
ο 1)
оценщик
;
2) перен.
ценитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оценщик
? —
εκτιμητής
как на
(ново)греческом
будет слово
ценитель
? —
εκτιμητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκτιμητής
? — оценщик, ценитель
#
(ново)греческий словарь
—
μαύρη
—
πλιατσικολογημένος
—
τηλεγραφητής
—
διέβην
—
μουστώνω
—
ντουλάπι
—
φαγοκύτωση
—
αμάλλιαστος
—
έννατος
—
αδικοκρισία
—
ξεσπιτώνω
—
ατμοκίνητος
—
θρέφω
—
ξυλοπερήφανος
—
συγυρίστρα
—
γεροντολογάω
—
λειτουργιέμαι
—
επιχειρηματικότητα
—
πισινά
—
ζιγκολό
—
άχροια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве