|
μετχ. παθ. παρακ. от σέρνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σερμένος? — — υποδηματοβιομηχανία — ανεπιθυμία — ατραγουδιστός — επίπεδες — χαρτογραφικός — γλινιάς — έμπραχτος — κλίνη — φουλάρι — διασπορέας — πρωτογέννητος — καταπινάδι — θράσος — συνεπιβάτης — ξάντρια — γραβιέρα — βρωμιάρης — ελικοπτεροφόρο — ακριβαναθρέφω — ενδοξότητα — ἐλευθερῶ |
|||