αιάντει|ος

формы словаβ
αιάντει|ος
:
          ~ γέλοίς — смех сумасшедшего



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αιάντειος? —


πολυτονικόερωτηματικόςισχίοχιλιάζωσταγονομετρικόςμακροσυγγενήςυπερλίπωσηεπαινετήριοςαναθεματισμένοςεντερόκλυσματαγόςζοφούμαιρυζόσουπαπροσωποποιούμαιηδονοθήραςφιλειρηνιστήςπουλάριαπόκρημνοςαλημέριαστοςδιαρκώψευτομάρτυρας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit