|
το седло; === τουρκικόν ~ — анат. турецкое седло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово седло? — εφίππιον как с (ново)греческого переводится слово εφίππιον? — седло — ατσίκνιστος — χαλυβοποίηση — κοντυλογραμμένος — εθνοπρεπής — βρεφοκτόνος — μεταβίβαση — ωτίτης — βαρυποινίτισσα — υπαρχηγός — πρωτότοκος — Γρανάδα — σουρωτήρι — παραγεράζω — πλασματάκι — ερημωτικός — εξιδρώνω — ερυθροφοβία — αναχοχλακίζω — απολείπομαι — ούτε — φιλοκίνδυνος |
|||