|
физиол. секреторный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово секреторный? — εκκριματοφόρος как с (ново)греческого переводится слово εκκριματοφόρος? — секреторный — ανθυποπλοίαρχος — μαμωνάς — λαμπαδηφόρος — γεωργός — περίσσια — ανοικοδομικός — αναλογιστικός — παραλαμβάνω — έκφυλος — νανόμετρο — αισθητισμός — εξάρμοση — γόης — υπενδύω — έφηβη — γόγγρος — τσέλιγκας — σπερματίας — ολότελα — αυτορρυθμιστήρας — ψιψίνα |
|||