Новогреческий словарь
αγιοδημητριάτικο
αγιοδημητριάτικο
(чаще мн.ч.) τό
хризантема
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хризантема
? —
αγιοδημητριάτικο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιοδημητριάτικο
? — хризантема
#
(ново)греческий словарь
—
τσιράκι
—
τετραήμερος
—
μέση
—
παστεριωμένος
—
αναστροφικός
—
χρηστοήθεια
—
δοκός
—
αραχιθέλαιον
—
υφαίνω
—
θένορ
—
εξορκίζω
—
υπεργολαβία
—
μαϊμούδισμα
—
δακτυλοδειχτούμενος
—
ράγιση
—
συνοδεύω
—
ακλήρωτος
—
συννεφής
—
αναφαγιά
—
αγελαδοτόμαρο
—
νεόνυμφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω