|
1. новобрачный; 2. (о) новобрачный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новобрачный? — νεόνυμφος как на (ново)греческом будет слово новобрачный? — νεόνυμφος как с (ново)греческого переводится слово νεόνυμφος? — новобрачный, новобрачный — βανάκι — φυλλοβολία — απομαγνητίζω — χρυσόβουλο — αγαπός — αυτοκυβερνιέμαι — ενοικιοστάσιο — πεζοναυτικός — ατομιστής — αντισηκώνω — ξώπετσα — ηθογράφημα — αλουργίς — δημαιρεσιακός — αγιωσύνη — πτεροθύσανος — απολυτρώτρια — πολεοδομική — θεριακωμένος — συνεργατισμός — προφέσσορας |
|||