|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επισιτιστικός? — — ουσιώδης — μπογιάντισμα — ατσάλι — απάτωρ — κωλαρού — μαλάζω — ποιημάτιον — βροντοκόπημα — κορυβοντιασμός — ακατεύναστος — πιθηκικός — αντίλαλος — αστερώνω — παρεμβάλλω — καραντί — αξελάκκιαστος — βρεφοκόμος — καταγής — αυτογονία — αμμόγειος — μεξικανικός |
|||