|
η церк. купель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово купель? — κολυμβήθρα как с (ново)греческого переводится слово κολυμβήθρα? — купель — πεμπτουσία — νέγρικος — αμοιβαιότητα — πλουτοπαραγωγικός — ενθουσιασμός — δεξιοτεχνία — απευαισθητοποιούμαι — δίκαιος — διπλοφουρνιστός — ειλεός — ανερχόμενος — αυτού — προστυχάντζα — φιλοπρόοδος — ανοσοποιητικός — συστάτης — βογγάω — πολωνέζικος — χρυσοστέφανος — σίελον — ανεμοδεικτικός |
|||