|
азотный; ~ό οξύ — азотная кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово азотный? — αζωτικός как с (ново)греческого переводится слово αζωτικός? — азотный — ηλεκτρομαγνητικός — χωροταξικός — χνουδάκι — δοτική — χειμωνικός — επανάσταση — συλλογεύς — μηνιγγικός — παράκληση — αμφικάλυμμα — εξοβέλιση — λοκόπερδον — χρησμός — αφανίζω — λαθρακούω — οδοιπορικό — σιδηροτροχιά — διαβατήριος — ανυπόστατα — πίννα — κρέπι |
|||