|
гарантировать платёж по векселю #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарантировать платёж по векселю? — τριτεγγυώμαι как с (ново)греческого переводится слово τριτεγγυώμαι? — гарантировать платёж по векселю — αποδοσίδι — πίεση — ογκόλιθος — κοπαδιάρης — Δανία — ξεσπιτώνομαι — ξαναγυρνάω — αποτιμητής — αρχιναυπηγός — αλεπουδένιος — παμπόνηρος — διάλεγμα — εξοστρακισμός — θαυμαστός — ορκοδοσία — ψιλούρια — ομόσπονδος — μικροκύματα — λουλούδιασμα — εφιστώμαι — τριζόνι |
|||