Новогреческий словарь
ανάστερος
ανάστερ|ος
беззвёздный, тёмный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
беззвёздный
? —
ανάστερος
как на
(ново)греческом
будет слово
тёмный
? —
ανάστερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάστερος
? — беззвёздный, тёмный
#
(ново)греческий словарь
—
γυναικοκρατία
—
επισωρευτικός
—
πολύζυγο
—
χοίρος
—
ποιμαίνω
—
θερμόφιλος
—
έχω
—
γκορτσιά
—
ηδονοβλεψία
—
πορθμός
—
ευαλλοίωτος
—
συγκατοικώ
—
εφαρμοστής
—
μέταλλο
—
αιμορροΐδες
—
πολεμοκάπηλος
—
ελάφρωση
—
ανθρώπινος
—
οπισθοβουλία
—
κλαυθμός
—
ηλεκτροβιολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве