|
эбеновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эбеновый? — εβένινος как с (ново)греческого переводится слово εβένινος? — эбеновый — μπιζάρισμα — στίλβών — δρύς — χηβάδα — απαράγγελτος — κανναβωτόν — ακροβασία — εμβαδομέτρηση — μνησίκακα — αθλοθέτης — κτηματίας — χωριάτισσα — ξενητευμός — λογή — σκορδοφαγία — δαιδαλώδης — κακομαθημένος — βαστώ — βρεσίδι — σιγανοψιχάλισμα — ρακοκάζανο |
|||