Новогреческий словарь
μπέμπούλα
μπέμπούλα
η
дитя; младенец
(тж. ирон.) (о девочке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дитя
? —
μπέμπούλα
как на
(ново)греческом
будет слово
младенец
? —
μπέμπούλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπέμπούλα
? — дитя, младенец
#
(ново)греческий словарь
—
ακονώ
—
αποπομπή
—
κατασκοτώνομαι
—
αποξεχνιέμαι
—
καματεύω
—
αέναα
—
μονούβρα
—
παίγνιον
—
εκατομμυριούχος
—
ενοικιαστής
—
βιά
—
πενηντάχρονος
—
ταξιθέτηση
—
καρυδόψιχα
—
τσίριγμα
—
ξερονήσι
—
ταγματάρχης
—
έμπληκτος
—
τυφλογενής
—
εποχικότητα
—
εκτραχηλισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω