|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεινάλας? — — εθνών — γενάτος — τερετισμός — ρυάζομαι — ύαινα — πραγματογνώμονας — μεθυστικά — δεκάτισμα — αμή — μολυσμένος — σκουπίζω — κοκκύτης — εντέλεια — παστίλλια — τρεμουλιάρης — λουστραρισμένος — καυσιμότητα — επιδειξιμανία — βουρκωμένος — τηλεοπτήρ — πλάτυσμα |
|||