Новогреческий словарь
ισραηλίτης
ισραηλίτης
ο
израильтянин
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
израильтянин
? —
ισραηλίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισραηλίτης
? — израильтянин
#
(ново)греческий словарь
—
δυναμικότητα
—
φορβιά
—
αυγουστιανός
—
μοιρόγραφτο
—
αλληλοθουμάζομαι
—
λεμονοστύφτης
—
περιφραστικός
—
πιτσιλίζω
—
ακαταχώνιαστος
—
αγρονθοκόπητος
—
παραποιούμαι
—
αποπάνω
—
αντινομισμός
—
φιάσκο
—
μυστικοπαθής
—
επισανιδώνω
—
εκκρεμώ
—
εκθηλύνω
—
περιορίσιμος
—
πτώση
—
ασμίλευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве