|
ο 1) взяткодатель; 2) взяточник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взяткодатель? — ρουσφετολόγος как на (ново)греческом будет слово взяточник? — ρουσφετολόγος как с (ново)греческого переводится слово ρουσφετολόγος? — взяткодатель, взяточник — λιθογραφική — εφυάλωμα — έγινα — αληθοφανής — αποδιοργάνωση — στρογγυλοποιώ — ιταλιάνικος — αναγνωστικό — αργοσβήνω — ασβεστοποίηση — απιδίτης — ειρωνεία — ξερόγελα — οινοβαφής — αχρόνιαγος — αιμαγγείωμα — ρητίνευση — δακτυλιδάς — αμπελόφυτος — ζορμπαλίκι — εξυάλωση |
|||