|
1. глухонемой; 2. (о) глухонемой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глухонемой? — κωφάλαλος как на (ново)греческом будет слово глухонемой? — κωφάλαλος как с (ново)греческого переводится слово κωφάλαλος? — глухонемой, глухонемой — πολωσίμετρο — ιχθυοκομικός — γεντίτσι — τσινώ — διοργανωτής — ροπαλοφόρος — ναι — δυσηχαγωγός — πιρουνιά — αλλοιώτικα — χοντρούλης — σπεκουλάτσια — μεταβατικός — αντιπληθωρικός — γέμιστρο — αποκαυκαλίζω — ωρυγή — σύρτις — πρωτοτοκία — ημπορώ — φιλύρα |
|||