|
ο тех. шлаковик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шлаковик? — αφελκυστήρας как с (ново)греческого переводится слово αφελκυστήρας? — шлаковик — διαισθάνομαι — σβέντζος — φερέοικος — αρδευτικός — ισόγειο — βραδύ — γονιασμένος — αναταράζω — ανασκιράω — επανασπείρω — ξετινάζω — ενδυτός — καλούπιασμα — συγκάνω — ανακρούω — αμπαλάρισμα — αλφαδιασμένος — αερομετρία — ασπάραχτος — ταντάλιο — κράτος |
|||