μακαρίως

формы словаβ
μακαρίως
блаженно, безмятежно



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово блаженно? — μακαρίως
как на (ново)греческом будет слово безмятежно? — μακαρίως
как с (ново)греческого переводится слово μακαρίως? — блаженно, безмятежно


καβαλλώαναποδογυρισμένοςαπειροελάχιστοςβοηθούμαιαερογράφοςαισχρολογώμονόπρακτονκτυπώτριτεγγυητήςσταχυολόγησηεμβαδόνθρυμμάτισμαμελωδόςαναρρίπισηυποτονθορίζωσπατουλαριστόςμαναράκιακαδημίαφαγεδαινικόςμετασαλεύωκουράδω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit