|
блаженно, безмятежно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово блаженно? — μακαρίως как на (ново)греческом будет слово безмятежно? — μακαρίως как с (ново)греческого переводится слово μακαρίως? — блаженно, безмятежно — καβαλλώ — αναποδογυρισμένος — απειροελάχιστος — βοηθούμαι — αερογράφος — αισχρολογώ — μονόπρακτον — κτυπώ — τριτεγγυητής — σταχυολόγηση — εμβαδόν — θρυμμάτισμα — μελωδός — αναρρίπιση — υποτονθορίζω — σπατουλαριστός — μαναράκι — ακαδημία — φαγεδαινικός — μετασαλεύω — κουράδω |
|||