Новогреческий словарь
ανακατώκισα
ανακατώκισα
αόρ. от ανακατοικίζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακατώκισα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κλαμένος
—
εφτάτομος
—
επιπωματικός
—
τούντρα
—
κλεψιμιό
—
Αμερικανίδα
—
μονοσέντονο
—
διαπίστοση
—
κιτρέα
—
ιερατείο
—
σιγαλός
—
βλαστημώ
—
χνοασμός
—
υδροκριτικός
—
απόζεμα
—
φωλεός
—
μελανιά
—
ομήγυρη
—
παλίμβουλος
—
ένδοσις
—
βαθυπράσινος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве