|
сеялочный; ~ή μηχανή — сеялка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сеялочный? — σπαρτικός как с (ново)греческого переводится слово σπαρτικός? — сеялочный — πισσωτής — μεταλλευτική — τεφρός — πετρελαιοφόρος — ελευθερόστομος — γλύφω — μπουζουκτσής — γαϊδουράς — άνθι — σπαθιστής — ασφαλτόστρωμα — πνίγω — κονιδάρης — επιθήλιον — απομαδίζω — σκολόπεντρα — κρουπιέ — υγιαίνω — βέτο — κονδυλοθήκη — υστεραίος |
|||