Новогреческий словарь
αμερικανόδουλος
αμερικανόδουλ|ος
ο
тот(__,__) кто раболепствует перед американцами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто раболепствует перед американцами
? —
αμερικανόδουλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμερικανόδουλος
? — тот, кто раболепствует перед американцами
#
(ново)греческий словарь
—
χωροταξία
—
μεταρρύθμιση
—
καταδαμάζω
—
αεροπειρατής
—
γαλατσίδα
—
φουρνίζω
—
ανειδοποίητος
—
γαρούφαλο
—
τρίπρακτος
—
αδερφός
—
ψεύταρος
—
στρώσια
—
φωτορύπανση
—
οπισθόδομος
—
αποφασιστικός
—
μισαποθαμμένος
—
Αιθίοπας
—
ακοπτος
—
αφιλήδονος
—
φουντούκος
—
διοπτήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве