Новогреческий словарь
πλάστιγγα
πλάστιγγα
η 1)
чашка
(весов);
2)
весы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чашка
? —
πλάστιγγα
как на
(ново)греческом
будет слово
весы
? —
πλάστιγγα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλάστιγγα
? — чашка, весы
#
(ново)греческий словарь
—
αναδύομαι
—
μαντρώνω
—
κύλινδρος
—
αφρισμός
—
οικοδομήσιμος
—
οξέωση
—
μεγαλορρημονώ
—
εγερτήριος
—
ολιγοψυχία
—
διαφορικός
—
αμακατζίκος
—
νόμος
—
ανία
—
ξελογιάστρα
—
κλαψιάρικο
—
αδίκαστα
—
λεπτοκάρυο
—
κατάσταση
—
πλανόδιος
—
Θεοφάνεια
—
έλεγχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве