|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κακοκαιριάζω? — — εξαγορασμός — πολυθεϊστικός — γαργάλι — εκλογιμότητα — κοινότοπος — γαϊτανοφρυδάτος — μαγνήτης — κοσμικότητα — ιερατικός — προγυμνάστρια — άπτυστος — πηδητικός — νεκρολατρεία — σβύνω — αλαζονικός — πολυμορφία — αιμορροφιλία — ασυγκόμιστος — κοφφεΐνη — παρακρούω — ανακατανομή |
|||