|
чистить скребницей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистить скребницей? — ξυστρίζω как с (ново)греческого переводится слово ξυστρίζω? — чистить скребницей — φλεβίτιδα — παρασιτολογικός — εξαμηνίτισσα — λάσσο — γυναίκεια — πονοκεφαλιά — αγωνία — μαρμαροδουλειά — παλαίστρα — προλιμένας — μανάλι — θρόνος — ερμηνεύσιμος — υπογάστριο — γιαλώνω — αναποχώρνστος — κυτόσωμο — γυναικοπρεπής — ρεβόλβερ — ουζοποσία — αράσβολος |
|||