|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιθογλύπτης? — — μαθός — ψυχοτεχνία — κατεργασμένος — αφωταγώγητος — βιολίστρια — οπτασιάζομαι — ντιλετταντισμός — γενεαλόγιο — μωρέ — αιμοσφαιρίνη — βλένα — κεφαλόβρυσο — ανέκκλητος — κανέλλα — ψευδοπάτωμα — λεχούδι — κοκκίασις — χαμοπέρδικα — οροφή — ροδέλαιο — θερσίτειος |
|||