|
1. распятый; 2. (о) распятие (крест) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распятый? — εσταυρωμένος как на (ново)греческом будет слово распятие? — εσταυρωμένος как с (ново)греческого переводится слово εσταυρωμένος? — распятый, распятие — ξεχύνομαι — αντιπαραλληλισμός — τετράφυλλος — φρύγω — ξανάσασμα — απάθεια — πλειοδοτικός — βαθουλωτός — μύσις — πυροστάτης — παχύδερμος — ακένωτος — ανιδρύω — ξόβεργο — τυρόγαλο — οιστρογονοθεραπεία — σκεμπέ — εγγαστρίμυθος — βολτ — ορνιθολόγος — εστίαση |
|||