Новогреческий словарь
αυτοκρατικός
αυτοκρατικός
1) филос.
относящийся к солипсизму
;
2)
самодержавный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к солипсизму
? —
αυτοκρατικός
как на
(ново)греческом
будет слово
самодержавный
? —
αυτοκρατικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοκρατικός
? — относящийся к солипсизму, самодержавный
#
(ново)греческий словарь
—
αρματολικός
—
απαιτητής
—
νομολογικός
—
παρεπίτροπος
—
μονομανής
—
γυναικίας
—
ευλύγιστος
—
διατρητικός
—
εγκύκλιος
—
βάθια
—
φιλότεκνος
—
συκοφάντρια
—
σαπροφυτικός
—
υπερήμερος
—
γλωσσίδα
—
εκτόπιση
—
πανωσέντονο
—
προοδευτικότητα
—
δηλωτικός
—
αχαιρέτητος
—
συλλαβογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве