|
τα старческая полнота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старческая полнота? — γεροντόπαχα как с (ново)греческого переводится слово γεροντόπαχα? — старческая полнота — ψώλα — καπηλικός — πρωτοπορειακός — πολτώδης — άύτοπλαστική — αυτοτοξίνωση — ασύγκριτος — καστανάς — τραυματικός — φενακιστικός — στραβοξυλιά — υποκελευστής — αργατινό — σαμπάνι — φωνάρα — σφενδονίζω — στρατηγία — ταβανόσκουπα — ενενήκοντα — σβηστήρι — διακονώ |
|||